- κρατουμένου
- κρατέωto be strongpres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποφυλάκιση — η η απόλυση κρατουμένου από τις φυλακές … Dictionary of Greek
απόδραση — Η δραπέτευση κρατούμενου ή φυλακισμένου. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους· οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινή της α. εκτίεται ολόκληρη μετά την έκτιση της βασικής ποινής του δράστη, δηλαδή δεν… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek
Ντέμπλιν, Άλφρεντ — (Alfred Doblin, Στεττίνο 1878 – Εμέντινγκεν, Φράιμπουργκ 1957). Γερμανός συγγραφέας. Γονιμότατος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, ο Ν. οφείλει στην εμπειρία του ως γιατρού και ψυχίατρου έναν ακριβή, νέο –από τεχνική και ψυχολογική άποψη–… … Dictionary of Greek
Σουπό, Φιλίπ — (Soupault). Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος (Σαβίλ, Παρίσι 1897). Αφού δημοσίευσε την πρώτη ποιητική συλλογή του Ενυδρείο (1917), ο Σ. ίδρυσε μαζί με τον Λουί Αραγκόν και τον Αντρέ Μπρετόν την επιθεώρηση Littétature (Λογοτεχνία) και πήρε… … Dictionary of Greek